Το ΠΡΩΤΟ σου χρέος εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το ΔΕΥΤΕΡΟ, να φωτίσεις την ορμή και να συνεχίσεις το έργο τους. Το ΤΡΙΤΟ σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο σου τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει. Νίκος Καζαντζάκης «ΑΣΚΗΤΙΚΗ».

ΑΛΛΑΞΤΕ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΦΘΑΡΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΥΕΤΗ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΠΛΟΥΤΙΣΕΙ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ ΕΙΤΕ ΑΥΤΟΙ ΛΕΓΟΝΤΑΙ ΝΟΜΑΡΧΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΑΡΧΕΣ ΔΗΜΑΡΧΟΙ Η ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ.
ΤΕΡΜΑ ΣΤΑ ΤΕΡΠΙΤΙΑ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΤΟ ΠΑΙΖΟΥΝ ΑΝΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΤΟΙ ΚΑΙ ΑΛΑΖΟΝΙΚΟΙ ΚΕΝΟΔΟΞΟΙ ΚΑΙΣΑΡΙΣΚΟΙ ΚΑΙ ΥΠΟΣΧΟΝΤΑΙ ΠΡΟΟΔΟ ΕΝΩ ΤΟΣΕΣ ΤΕΤΡΑΕΤΙΕΣ ΕΦΕΡΑΝ ΚΥΡΙΩΣ ΤΗΝ ΠΡΟΟΔΟ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΤΣΕΠΗ ΤΟΥΣ.

Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ: Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ

kypros
Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΥΠΟΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ε.α.

Έχουν παρέλθει 40 έτη από την σημαδιακή για τον νεότερο ελληνισμό περίοδο, όπου η Τουρκία εκμεταλλευόμενη ένα αριθμό συγκυριών και μία θολή αλλά ευεξήγητη αγγλοαμερικανική ανοχή επετέθη κατά της Κύπρου και κατέλαβε το 38% του εδάφους της. Ήταν ένα γεγονός, σαν αυτά, που θεωρούνται, ότι ανατρέπουν την αμφίσημη πορεία εκείνων των εθνών, που πιστεύουν, ότι οι λεωφόροι της ιστορίας, τους ανήκουν αποκλειστικά. Στην αρχή αιμωδίασεν ολόκληρος ο ελληνισμός. Ήταν πράγματι ένας κραδασμός, ο οποίος συνεκλόνισε την ανέμελη γεωστρατηγική πεποίθηση και την

μειωμένη γεωπολιτική αντιληπτικότητα των κυβερνώντων στην Ελλάδα, οι οποίοι απεδείχθησαν ερασιτέχνες στην διπλωματική διαχείριση εθνικών θεμάτων. Εν ταυτώ κατεκρημνίσθη και η επί μακρόν οικοδομούμενη αγάλλουσα εικόνα του υπερφροσύνως ενεργούντος και αυτοϋπερεκτιμούντος τις δυνατότητές του, μοναχικού ηγέτου Μακαρίου.

Ύστερα από τόσα χρόνια, οι απλοί Έλληνες εξακολουθούν να διερωτώνται για το τίνος μερίδα θα πρέπει να καταλογισθεί η αιτία της εθνικής μας οικτρότητος.
Ο μέσος νους προσπαθεί να πέψει μερικά απολύτως καταληπτά γεγονότα και θέσεις, τα οποία, ως αυτονόητα τον ωθούν στο να αναπροσανατολίζει τα πιστεύω του αλλά και να μετακυλίει τις ιδεολογίες του προς την κατεύθυνση εκείνη, στην οποία ο μη την Ελλάδα αγαπών εσωτερικός ή εξωτερικός παράγων, θα τον ήθελε να καταλήγει. Δηλαδή στο: «δεν με αφορά» ή «με αφήνει ασυγκίνητο» ή «αποστρέφομαι την ιδέα της θυσίας για κάτι που είναι ήδη ρυθμισμένο από τις υπερδυνάμεις».

Εμείς οι τα «πανθ'ορώντες» και την ευτραφεστάτην κοιλίαν ημών «πληρούντες» Έλληνες αποδεικνύεται, ότι ουδέποτε μανθάνομεν. Εμείς λοιπόν, οι σύγχρονοι Έλληνες και οι αδελφοί Κύπριοι, ως ένα βαθμό, αδιαφορούμε για το καθήκον μας προς την μνήμη. Πιστοί όντες σε διαμηνύματα και ιδιαιτερότητες της ελληνικής μας κουλτούρας, τούτ' έστιν, της logificatio post festum, οδηγούμεθα στην αμφιβολία, η οποία μας εξυπηρετεί, επειδή διασκεδάζει την γενική μας άγνοια και η οποία κατά βάσιν εξυφαίνεται από και στηρίζεται σε παρανοήσεις. Οι συμπεπηγμένες μας γνώσεις επί των παρελθόντων γεγονότων στην μεγαλόνησο μάλλον δημιουργούν κώλυμα στο να εξετάσουμε ή ερευνήσουμε τα όσα οφείλει ένας ενεργός πολίτης, του οποίου η γνώμη θα έπρεπε να εκλαμβάνεται σαν σεβαστή. Η μνήμη λοιπόν μας φοβίζει. Ως ένα όριο πιστεύουμε, ότι η ρεαλιστική διερεύνηση των ιστορικών δεδομένων αποϊεροποιεί τις εθνικές υποθέσεις.
Σαν «αγεωγράφητοι» εμείς οι σύγχρονοι, περιπίπτουμε είτε σε άπελπι πεσιμισμό είτε σε ο
μόφωνο οπτιμισμό, οδηγούμενοι, κατά κανόνα από μιντιακούς διεμβολισμούς, οι οποίοι εκάστοτε εξυπηρετούν πλευρές, οι οποίες μας είναι αδιαφανείς. Γνωρίζουμε ωστόσο, ότι η τυπική συνταγή είναι να γνωρίζουμε το παρελθόν. Να διεπόμεθα επίσης από συνεπή προσήλωση στις αναλύσεις των ενδεχομένων να συμβούν και να κατανοούμε τα όρια, που η παγκόσμια πολιτική διόραση και πρακτική έχει την πλαστικότητα να αποκρίνεται θετικά στις προβαλλόμενες αιτιάσεις αντιπαρατιθεμένων εθνικών οντοτήτων.

Ο «αρμοστής» της παγκοσμίου γεωπολιτικής σκηνής πρέπει να πεισθεί και μαθηματικά και όχι μόνον μέσω ενδείξεων, ότι ο διεκδικών το εκάστοτε επιρρέον επί των κοινωνιών ως διεθνές δίκαιον, διαθέτει βούληση και σθένος, ώστε να απολαύσει στην συνέχεια, αναγνωρίσεως και παραδοχής από την διεθνή κοινότητα. Να αποδείξει δηλαδή, ότι είναι ουσιαστική πυγμόεσσα δύναμη ad interim και ότι δικαιολογημένα ευρίσκεται στην πλευρά των υπαγορευτών τού αεί προσαρμοζομένου διεθνούς δικαίου.

Για να γνωρίζουμε τα περίπου τεκταινόμενα, καθώς και αυτά, που ο υποκειμενισμός μας συνήθως μας διοδεύει σε πεδία ευαπάτητα, είναι στοιχεία, που μας βοηθούν στο να διαμορφώνουμε μία στάση ικανοποιητική: πρώτα απέναντι στην εθνική μας συνείδηση και κατόπιν απέναντι τρίτων, οι οποίοι στην ολότητά τους και κατά τεκμήριον ουδόλως διάκεινται φιλικώς έναντι των Ελλήνων.

Ας προσπαθήσουμε τώρα να αποκωδικοποιήσουμε τις φωτεινές και τις σκιερές πλευρές του ζητήματος έχοντας σαν σκοπό, όχι να εμπεδώσουμε επιστημονικά την εθνική αυτή διαμόρφωση, αλλά να προβληματισθούμε τουλάχιστον επί όσων μας είναι εφικτά και γίνονται λογικώς αποδεκτά. Άλλωστε και όπως είναι παραδεδεγμένον οι εθνικές δοκιμασίες, αν μη τι άλλο, αποτελούν υλικό μαθήσεως και στοχεύουν σε μία πολιτικοκοινωνική ευμέλεια για το μέλλον. Το αν είμαστε σε θέση να έχουμε πλήρη αντίληψη της ιστορίας, τούτο φαντάζει δύσκολο, ένεκα της περιορισμένης μας δυνατότητος στο να προσβαίνουμε σε πηγές αληθείας.

Το πρελούδιον ενός διαχωρισμού κοινοτήτων μας μεταφέρει πίσω στον χρόνον. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1950 μία παραστρατιωτική οργάνωση, γνωστή σαν Mukavemet Teskilati (MTM) συγκροτήθηκε στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα με γενική υποστήριξη από την Τουρκία. Σκοπός της οργανώσεως αυτής ήταν να συνδράμει στην πραγματοποίηση του γενικού σχεδίου της Τουρκίας για την όσον ένεστι μεγαλυτέρα κάρπωση εδαφικού μεριδίου στην νήσο Κύπρο. Ο οραματισμός τού τότε Τούρκου ηγέτου Μεντερές, ήταν να επανέλθη ο παλαιός αφέντης (1522-1870) στην Κύπρο, ακολουθώντας την αποικιοκρατική απίσχνανση της Μ. Βρεταννίας, με παράλληλο προσαρμόνιση του συστήματος κατευνασμού των Τούρκων στρατηγών, οι οποίοι επικεντρωνόμενοι σε ιδέες στρατιωτικών επεκτατισμών, θα χαλάρωναν την Κεμαλική τους πρακτική στο εσωτερικό της χώρας των. Επί πλέον η Τουρκία θα αποκτούσε ένα πρωταρχικόν ρόλον επί του ζωτικού χώρου του κέντρου της λεκάνης της Ανατολικής Μεσογείου.
Ας επιχειρήσουμε τώρα να παραθέσουμε μερικές σκέψεις/οδηγούς, προς διευκόλυνση των εκτιμήσεών μας επί των ελληνοτουρκικών εμπειριών.

Οι Τούρκοι ουδέποτε ενεπιστεύθησαν εμάς τους Έλληνες στις μετά το 1821 εκφάνσεις της γειτονίας των. Σήμερα δεν μας εμπιστεύονται σχετικά με την ειλικρίνεια των διακηρύξεών μας, που αφορούν στην εισδοχή των στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Και έχουν δίκαιο στο να το εκτιμούν έτσι, διότι αυτή είναι ουσιαστικά η φωνή του ελληνικού λαού, η οποία στα πλείστα γενικά θέματα και ιδιαίτερα στα εθνικά εκφράζεται ετερότροπα από την επίσημη και συχνάκις αμφιβαίνουσα πρακτική των ελληνικών κυβερνήσεων.

Από την άλλη, μία Κεμαλική Τουρκία συντηρεί την εχθρότητα, κατά περίπτωση, με την Ελλάδα, εφ' όσον οι προϋποθέσεις εχθρότητος συνηγορούν υπέρ της διατηρήσεως του Κεμαλισμού. Μία δημοκρατική Τουρκία με Ευρωπαϊκές ευλογίες και εγκολπώσεις είναι περισσότερο επικίνδυνη (και όχι μόνο για την Ελλάδα), διότι αυτά που δεν επιτυγχάνει η πολεμική, τα επιτυγχάνει η Ευρωπαϊκή διάσταση. Μ' αυτό εννοούμε την μαζική μετακίνηση του Τουρκικού στοιχείου προς την αμέσως γειτονική Ελληνική επικράτεια, όπως επίσης εννοούμε και την υπεργεννητικότητα, που παρατηρείται στους οικονομικούς μετανάστες, την επιδιωχθησομένη πολιτογράφηση των εισρευσάντων και του εξ αυτής συνεπαγομένου πολιτικού ελέγχου εκ μέρους των πλειοψηφισομένων κυρίως Τούρκων και Αλβανών κ.τ.τ. Ακραία περίπτωση πλην όχι απίθανη είναι, η σε κάποιο χρονικό διάστημα (το οποίο δεν είναι και δύσκολο να υπολογισθεί), δημιουργία καταστάσεως τύπου anschluss, λόγω των προϋποθέσεων που θα προκύψουν, όπου το Τουρκικό στοιχεί
ο θα είναι το κατακαλυπτικό τοιούτο στον ελληνικό χώρο συνορεύοντα ή και μη με τον μητροπολιτικό του.

Η Τουρκία, κατά τις προκεκαλυμένες τοποθετήσεις των επισήμων Ευρωπαίων, εισερχομένη στην ΕΕ και με την κατακλυσμική διάχυση της πολιτισμικής της ετερότητος θα ενέβαλλε εν ταυτώ και τα προοιμιακά συστατικά της Ευρωπαϊκής αποσυνθέσεως. Θα εισήγαγεν επίσης τα προβλήματά της με τον Καύκασο, τους Κούρδους, όπως και τα προβλήματα με Ιράν, Ιράκ και Συρία, πέραν του μεγίστου ενδοκοινοτικού προβλήματος με Ελλάδα και Κύπρο. Θα δημιουργούσε μία διοικητική δυσαρμονία με ανατροπές αναλογιών λόγω του όγκου της και τις διαφαινόμενες προοπτικές περαιτέρω μεγεθύνσεως των γεννηθησομένων εναντιοτήτων, με την παρατηρουμένη εκ μέρους των αποκλίνουσα συμπεριφορά και την δυσκαμψία στην προσαρμοσιμότητα επί των δυτικών πολιτισμικών σταθερών.

Βέβαια, η ουσιαστική ανησυχία των Ευρωπαίων κείται στο γεγονός, ότι το Ισλάμ σαν κρατική παρουσία και όχι σαν ομάδες ατόμων θα αποκτήσει ένα προγεφύρωμα εντός της Ευρώπης. Τούτο το νέο στοιχείο είναι μη δυνάμενο να εκτιμηθεί ακριβώς, ως προς τα μεγέθη των αλλοιώσεων που θα προκαλέσει και πώς και πόσες θα μπορούσε να είναι οι προοιωνιζόμενες ανατροπές της ισοστατικής ισορροπίας που αρχικά επισυμβαίνουν στα πεδία της βιοπολιτισμικής ανθρωπολογίας . Επίσης, άπαξ και το νέο σχήμα γίνεται αποδεκτό στους θεσμούς, δεν αναστέλλεται στο εξής νομικώς εύκολα. Πιστεύομε, ότι αυτή η βραδέως εξελικτισμού τερατώδης ανθρώπινη μάζα με την θρησκευτική της δυναμική και το σφρίγος της ανθρωποομάδας, που κινείται προς τις οικονομικά ανεπτυγμένες περιοχές είναι το φυσικόν επόμενο της διαμορφώσεως μιας νέας ανθρωπολογικής σκέψης. Το φαινόμενο αυτό θα μπορούσε να συνιστά μία συγγενή τακτική του coup de main . Όπως εξεφράζετο, κατά την οθωμανική περίοδο, η υπεροπλία της παντοδυνάμου Υψηλής Πύλης.

Ούτως ή άλλως, το θέμα εξεταζόμενο ευρωκεντρικά και κάτω από μία κλίμακα προτύπων και αξιών, θα μπορούσαμε να επισημάνομε, ότι μεταξύ των οικονομικώς ανεπτυγμένων χωρών της ΕΕ και της ιδεατοτυπικώς στρατοκρατούμενης Τουρκίας παρατηρείται μία διαστρωματωμένη ιεραρχία. Κάτι, δηλαδή σαν πολιτική δυσαρμονία, η οποία οδηγεί σε ένα περιβάλλον σύνθετο, το οποίο γεννά μία απευκταία προοπτική και συνηγορεί υπέρ της περιθωριοποιήσεως της Τουρκίας. Η αντίφαση αυτή ανάμεσα στον σκληρό κόσμο της ευρωπαϊκής πραγματικότητος και στον κόσμο των τουρκικών προσδοκιών (αυτό που βρίσκεται σε αντίθεση με αυτό που θα έπρεπε να είναι, κάτι σαν το πρόβλημα του κακού ή της θεοδικίας) ενσωματώνεται σε ένα σαφώς ισλαμικό πλαίσιο, στο οποίο το τουρκικό αίσθημα βρίσκει στέγη και εκφράζεται μέσα από αυτό.

Εάν επιχειρήσομε και σπουδάσομε συγκριτικά τις δύο αυτές υπό οικονομικο-πολιτικο-κοινωνική συνύφανση οντότητες, δηλαδή την Δυτική Ευρωπαϊκή και την οθωμανικής νοοτροπίας, κοσμικής παρουσίας-συστάσεως και ισλαμικής κατηχήσεως Τουρκική, θα συνάγομε, ότι αυτή η ζύμωση θα παράξει μία νέα κεφαλαιώδους σημασίας ανθρωπογεωγραφική πορεία στην Ιστορία του παγκοσμίου γίγνεσθαι.

Αναφέρεται, σαν μία σημαίνουσα παραδοχή στο θέμα, ότι η λύση του Κυπριακού διευκολύνει τον δρόμο της Τουρκίας προς την ΕΕ. Άραγε, συμφέρει σε Ελλάδα και Κύπρο να υπάρξει λύση; Πιστεύομε, ότι η οποιαδήποτε τωρινή λύση του Κυπριακού θα είναι οριστικά «υπόθεση απωλεσθείσα» για την ελληνική πλευρά. Η επιθυμία των φορέων των αντιδυτικών αισθημάτων, που κυρίως εκφράζονται από τον χώρο του ΑΚΕΛ για προσέγγιση Ελληνοκυπρίων με Τουρκοκυπρίους είναι μία συναισθηματική εκδήλωση, η οποία, όπως μέχρι τώρα η πρακτική διδάσκει είναι ένας αστήρικτος οραματισμός.


Ασφαλώς και αν έπρεπε μόνες τους οι δύο κοινότητες να δημιουργήσουν μελλοντικά μία ομοδαίμονα ιστορία, θα ήταν ευχής έργο, εκ των προτέρων να διευθετήσουν μία ομοπόρευτη οδό. Ωστόσο την πραγματικότητα θα πρέπει να την αναζητήσομε αλλού.
Η Τουρκία είναι αδύνατον να παραιτηθεί από τα κατακτηθέντα, τα κερδηθέντα και νυν κεκτημένα και μάλιστα, όταν στις σχεδιάσεις της προβλέπει περισσότερα κέρδη (και εδαφικά), στον χρόνο τον εύθετο, τον οποίο θα εκτιμήσει αναλόγως παρουσιασθησομένων ευκαιριών. Και ας μη μας διαφεύγει, ότι όταν η Τουρκία έχει εσωτερικά προβλήματα, το φάρμακο για την εκτόνωση είναι ο περιβάλλων αυτήν «εχθρός».

Η Τουρκία δεν μας έχει πείσει, ότι πειθαρχεί σε συμφωνίες, συνθήκες, συμβάσεις και λοιπές διεθνείς υποχρεώσεις. Συνεπώς οιαδήποτε γλυκεία τουρκική έκφραση ερμηνεύεται σαν σοβούσα «μπαμπεσιά». Έχοντας λοιπόν ένα αριθμό δεδομένων, τα οποία για λόγους οικονομίας χώρου παραλείπονται, πιστεύομε, ότι η οποιαδήποτε υπογραφή συμφωνίας για την Κύπρο θα έχει ισχύ μόνον όταν θα ήταν εξυπηρετούσα τις απώτερες βλέψεις της Τουρκίας.

Και ακολουθεί αμείλικτο το ερώτημα. «Και τότε; Τί πρέπει να κάνουμε δηλαδή»; Η απάντηση λογικά είναι: «Να γίνουμε ισχυροί, ώστε να υπαγορεύουμε εμείς τους όποιους όρους μελλοντικών διευθετήσεων». Η απάντηση είναι τόσο απλή, όσο περίπλοκη είναι η ιδέα υιοθετήσεώς της και ακόμη δυσκολώτερη η πορεία πραγματοποιήσεώς της.


Και διερωτώμεθα. Διατί η Τουρκία κατά την εισβολή στην Κύπρο δεν συνεμορφώθη με την εντολή του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΣΑ) για την τήρηση των συμφωνηθεισών εκεχειριών; Διατί η Τουρκία δεν υπήκουσε στις επανειλημμένες αποφάσεις του ΣΑ για αποχώρηση των στρατευμάτων από την Κύπρο; Διατί η Τουρκία επί καθημερινής βάσεως και για 34 χρόνια τώρα προκαλεί στο Αιγαίο; Διατί η Τουρκία έχει μονομερώς καθορίσει γκρίζες ζώνες στον χώρο του Αιγαίου (αμφισβητούνται 131 νησιά και νησίδες); Διατί πρόσφατα ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών, ευρισκόμενος εντός της ελληνικής επικρατείας και συγκεκριμένα στην Δυτική Θράκη, προσεφώνησε τον εκεί ελληνικό πληθυσμό «Τουρκική μειονότητα»; Διατί οι τουρκόπαιδες στα σχολεία της Τουρκίας κατηχούνται στο να μισούν τους Έλληνες;

Διότι η Τουρκία δεν λογαριάζει τους αδυνάτους. Μόνο τους ισχυρούς. Ισχυρός, κατά την κοινή λογική, είναι εκείνος, ο οποίος διαθέτει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις. Οι ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, συνοπτικά πηγάζουν από την συνεπή εθνική και στρατιωτική στρατηγική, την εύρωστη οικονομία και την ακλόνητη πίστη στο δίκαιο της συνεχίσεως της ζωής του Έθνους.

Ωστόσο και όλως περιέργως, σήμερα ζούμε σε ένα περιβάλλον, όπου οι «ειρηνιστές», με περισσότερο φανατισμό και από τους φονταμενταλιστές όλων των θρησκευτικο-πολιτικών ιδεολογιών, προβάλλουν την δική τους πρόταση περί διαλόγου μεταξύ σωφρόνων διαδίκων. Οι αυτοπροβαλλόμενοι μέσω των media, ως θιασώτες του «μη πολέμου», τηρούν στάση καθαρά «πολεμική» εναντίον εκείνων που υποστηρίζουν την αμυντική θωράκιση της χώρας χαρακτηρίζοντάς τους ειρωνικά «ελληναράδες», συνεπικουρούμενοι και από μερικούς δημοσιογραφίσκους, των οποίων η διανόηση ζυγισθείσα ευρέθη «ελαφρών βαρών». Αυτοί βέβαια, οι «αριστερο-αθεο-συνασπιστές» και κατ' επίφαση «ειρηνιστές», δεν διστάζουν να φορέσουν μία κουκούλα και αφού κάψουν, δηώσουν, κλέψουν και καταστρέψουν ξένες περιουσίες, έχουν σαν σκοπό να τρομοκρατήσουν την φιλήσυχη κοινωνία, που πιστεύει εις ένα Θεόν και μία Πατρίδα ακέραια και ευημερούσα και της οποίας την ασφάλεια, η πολιτικο-στρατιωτική ηγεσία οφείλει με «ειλικρίνεια» να εγγυηθεί.

Συμπέρασμα: Πίστη από τους εχέφρονες στην ιδέα συνεχίσεως της ζωής του ελληνικού έθνους. Και προς τούτο, ισχυρές ένοπλες δυνάμεις. Αλλά, οι ισχυρές ένοπλες δυνάμεις οικοδομούνται αποκλειστικά, μετά από καταβολή εθνικής προσπαθείας και όχι οπορτουνιστικής κομματικής σπέκουλας. Το καταλαβαίνουμε αυτό;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου