Το ΠΡΩΤΟ σου χρέος εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το ΔΕΥΤΕΡΟ, να φωτίσεις την ορμή και να συνεχίσεις το έργο τους. Το ΤΡΙΤΟ σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο σου τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει. Νίκος Καζαντζάκης «ΑΣΚΗΤΙΚΗ».

ΑΛΛΑΞΤΕ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΦΘΑΡΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΥΕΤΗ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΠΛΟΥΤΙΣΕΙ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ ΕΙΤΕ ΑΥΤΟΙ ΛΕΓΟΝΤΑΙ ΝΟΜΑΡΧΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΑΡΧΕΣ ΔΗΜΑΡΧΟΙ Η ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ.
ΤΕΡΜΑ ΣΤΑ ΤΕΡΠΙΤΙΑ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΤΟ ΠΑΙΖΟΥΝ ΑΝΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΤΟΙ ΚΑΙ ΑΛΑΖΟΝΙΚΟΙ ΚΕΝΟΔΟΞΟΙ ΚΑΙΣΑΡΙΣΚΟΙ ΚΑΙ ΥΠΟΣΧΟΝΤΑΙ ΠΡΟΟΔΟ ΕΝΩ ΤΟΣΕΣ ΤΕΤΡΑΕΤΙΕΣ ΕΦΕΡΑΝ ΚΥΡΙΩΣ ΤΗΝ ΠΡΟΟΔΟ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΤΣΕΠΗ ΤΟΥΣ.

Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

Η έκλειψη ή έλλειψη των διανοούμενων και η καχεξία της κοινωνίας των πολιτών

Γράφει η
Σούλα Αντωνίου
«Σκέψου τώρα. Την ιστορία που έχει τόσες πονηρές διαβάσεις, επινοημένους διαδρόμους κι εκβάσεις, εξαπατά με ψιθυριστές φιλοδοξίες, μας κατευθύνει με κενοδοξίες. Σκέψου τώρα. Δίνει, καθώς η προσοχή μας είναι αποσπασμένη και ό,τι δίνει, δίνει με τόσον εύπλαστες συγχύσεις.»
T.S. Eliot
Η ελληνική κοινωνία στον πανικό της σύγχυσης που την διακατέχει και της αποσύνθεσης που την διακρίνει λόγω της συνεχιζόμενης κρίσης, προσπαθώντας ως ηττημένη της ιστορίας να υπερβεί τους εφιάλτες και τους ίσκιους της καταχώρησε οντολογικούς προβληματισμούς στο ημερολόγιο της συλλογικής της οδύνης και ευθύνης, στην αγωνία της να βγει στο σωστικό της ξέφωτο.
Ένα ερώτημα που πλανάται στα χείλη των καθημερινών
ανθρώπων είναι: Γιατί σιωπούν οι διανοούμενοι σήμερα;
Για ν’ απαντήσει κανείς σ’ αυτό το ερώτημα πρέπει να παραδεχτεί ότι η κρίση είναι πρωτίστως αξιακή. Η παραδοχή αυτή φανερώνει την ανυπαρξία μιας αξιόπιστης, αποτελεσματικής και στερημένης οράματος πολιτικής εξουσίας και ενός πολιτικά ώριμου και θεσμικά οργανωμένου σώματος πολιτών, καθώς και την έλλειψη ή έκλειψη ενός στρώματος αδέσμευτων, κριτικά ενεργούντων και διεπόμενων από αίσθημα κοινωνικής ευθύνης διανοουμένων, φορέων αξιών πολιτισμού.
Ένα ερώτημα που προκύπτει με βάση την παρελθούσα εμπειρία είναι: Που βρίσκονται στην παρούσα συγκυρία, οι διανοούμενοι εκείνοι της Αριστεράς, που σ’ άλλες εποχές τρέχανε είτε μέσα στα πανεπιστήμια, είτε σ’ άλλους χώρους να συγκεντρώσουν υπογραφές για να καταγγείλουν παραβιάσεις του Συντάγματος ή αυθαιρεσίες και ολιγωρίες των κυβερνήσεων;
Στ’ αλήθεια που είναι οι ευαίσθητοι εκείνοι διανοούμενοι όταν χωρίς καμία πολιτική αναστολή και ηθική συστολή ψηφίζονται αβέρτα νόμοι που πλήττουν την επιβίωση των κοινωνικά ασθενέστερων στρωμάτων και παραβιάζεται το Σύνταγμα;  Πολιτικές συμπεριφορές που χτυπάνε "Σύριζα" την καρδιά της Δημοκρατίας. Κάποιος θα απαντούσε σε άψογη νεοελληνική διάλεκτο ότι ποιούν «μούγκα στη στρούγκα». Κάποιος άλλος θα έλεγε ότι έχουν ενσωματωθεί στις δομές της εξουσία. Έγιναν οι ιδεολογικοί ιμάντες μεταβίβασης και νομιμοποίησης των μηνυμάτων της και κατασκευαστές συναίνεσης, παθητικής ή ενεργητικής, δεν έχει σημασία.
Ο Julien Benda (La trahision des clercs, 1927), εδώ και αρκετά χρόνια, κατήγγειλε τους διανοούμενους για προδοσία των οικουμενικών αξιών, μπρος στην ηθικό - πολιτική κρίση που περνούσε η Γαλλία, έχοντας κατά νου τους μαχητικούς διανοούμενους και τον συμπατριώτη του Ε. Ζολά (Υπόθεση Ντρέιφους), υπερασπιστές της αλήθειας και της δικαιοσύνης. Αν σύμφωνα με τον Benda, η προδοσία αφορούσε τη δυτικό - ευρωπαϊκή διανόηση της εποχής του, τότε το ερώτημα που γεννάται είναι: Ισχύει το ίδιο και για τους Έλληνες διανοούμενους σήμερα; Ή μήπως εμείς - αν εξαιρέσει κανείς κάποιους μεγάλους Έλληνες λογοτέχνες, ποιητές και καλλιτέχνες - δεν είχαμε αυτό που ο A. Gramsci αποκαλεί «οργανικούς διανοούμενους» ή δημόσιους διανοούμενους όπως στην εποχή της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Ή όπως έλεγε ο Karl Mannheim (Ideologie und Utopie) ένα στρώμα «κοινωνικά αιωρούμενων και ελεύθερων διανοούμενων (die soziale freischwebende intelligenz)»; Ή μήπως αντί για διανοούμενους έχουμε ακαδημαϊκούς υπαλλήλους που παπαγαλίζουνε τσιτάτα του F. Lyotard και του J. Derrida, χαϊδεύοντας είτε τ’ αυτιά της εξουσίας, είτε αναμένουν στο ακουστικό τους να τους καλέσει η εκάστοτε κυβέρνηση για να τους τοποθετήσει «συμβούλους» ή προέδρους οργανισμών κ.α.;
Μήπως, σε τελευταία ανάλυση, δεν έχουμε διανοούμενους πνευματικά αδέσμευτους, κριτικά σκεπτόμενους και κοινωνικά ακτιβιστές, των οποίων ο λόγος να δίνει φωνή σ’ αυτούς που δεν έχουν και συνείδηση στην εποχή τους; Δηλαδή πνευματικούς ταγούς ικανούς, αφενός να συγκροτήσουν ένα κίνημα ιδεών που θα μας κάνει μέσω ενός ορθολογικού αυτοελέγχου να σκεφτούμε πάνω στις σκέψεις και τις πράξεις μα και να κατανοήσουμε αυτά που ερήμην μας συμβαίνουν. αφετέρου οι ιδέες τους αποτελέσουν πηγές έμπνευσης και προτάσεις ελευθερίας. Αν ναι, τότε η έλλειψη διανοούμενων με βάση τα παραπάνω χαρακτηριστικά, είναι ομόλογη της ελλειμματικής μας δημοκρατίας και αντανακλά σ’ ένα ανώτατο επίπεδο την καχεξία της κοινωνίας των πολιτών, η οποία από τη φύση της έχει ως κέντρο τον υπεύθυνο πολίτη, αυτόν που αποφασίζει και μεριμνά για τα «κοινά» και προχωράει πέρα από τα δεδομένα με στόχο τη συγκρότηση ενός νοηματικού πεδίου αναβάθμισης της συλλογικής του ζωής.
Συνεπώς, αντί της ύπαρξης μιας ζωντανής και ενεργούς κοινωνίας πολιτών έχουμε μια κοινωνία φιλανθρωπίας. βλέπε αλληλεγγύης, όπως στη Μεσαιωνική Δύση και στο ύστερο Βυζάντιο. Μια θεάρεστη κοινωνία, η οποία αποενοχοποιεί την εξουσία από τις αμαρτίες της, καθώς μετατρέπει τα δικαιώματα του πολίτη και του κοινωνού σε ελεημοσύνη συσσιτίων, φαρμάκων, ρούχων κτλ., απαλλάσσοντας το κράτος από την υποχρέωση του να παρέχει στους πολίτες του υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας και αντίληψης, αφήνοντας στο απυρόβλητο τους παράγοντες εκείνους που δημιουργούν το σκληρό πρόσωπο της ανεργίας, της εκμετάλλευσης και της δυστυχίας. Με βάση αυτές τις πρακτικές που υποκρύπτουν ανοχές η ελληνική κοινωνία έγινε ένα απέραντο ανοιχτό φιλανθρωπικό καθίδρυμα, χωρίς μάλιστα τις αναγκαίες υποδομές. Όμως, η δίνη της ραγδαίας και τραγικής αυτής κατάστασης μας υποχρεώνει να αφυπνίσουμε τα ναρκωμένα συλλογικά αισθητήρια μας, καθώς απειλούνται η αξιοπρέπεια και η ελευθερία μας.
Μήπως δεν έχουμε καταλάβει επαρκώς ότι η συλλογική μας υπόσταση ακροβατεί στο κενό, έτοιμη να συντριβεί; Ίσως κάτω από αυτές τις συνθήκες η κοινωνία των πολιτών (ΚτΠ) θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση μέσα στο σύστημα των αστικών πολιτικών σχέσεων. Προκειμένου να αναφανεί η θέση που κατέχει και ο ρόλος που διαδραματίζει, η ΚτΠ πρέπει να αναφερθεί ότι βρίσκεται στον κοινωνικό χώρο ανάμεσα στο κράτος και στην αγορά (σήμερα). Η ανάδειξη της ως οντότητα προέκυψε από την ανάγκη περιορισμού του ρόλου του κράτους είτε ως ταξικού οργάνου (Marx), είτε ως συγκεντρωτικής δομής εξουσίας και συνδέεται άμεσα με την ελευθερία, την δημοκρατία και την ανοχή απέναντι στην διαφορετικότητα.
Στο εσωτερικό της είναι θεσμικά οργανωμένη (πρωτοβουλίες πολιτών, κοινωνικά δίκτυα, οργανώσεις, συνδικάτα, σύλλογοι, κοινωνικά κινήματα κ.α.) εκφράζει, διεκδικεί και προασπίζει τα δικαιώματα των πολιτών. Με τις πολιτικές συμμαχίες που συγκροτεί και τις ευρύτατες συσπειρώσεις που επιτυγχάνει, κινητοποιεί έναν τεράστιο πληθυσμιακό όγκο. Με τα συλλογικά αιτήματα που προβάλλει και την πίεση που ασκεί στο κράτος αναδεικνύει και λύνει προβλήματα, αναφορικά π.χ. με τη διαφθορά, τη διαφάνεια των πολιτικών αποφάσεων, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το περιβάλλον κ.α.. Επίσης, παρεμβαίνει στο διεπόμενο από αγορολαγνεία νέο-φιλελεύθερο κράτος, όταν αυτό εκχωρεί σε ιδιώτες, προς εκμετάλλευση, οργανισμούς κοινής ωφελείας π.χ. νερό, φωταέριο κτλ.
Η ΚτΠ δεν λειτουργεί ερήμην της κοινωνίας, αλλά για την κοινωνία. Είναι η ίδια η κοινωνία. Είναι ο χώρος ενσάρκωσης, έκφρασης και πραγμάτωσης του πολιτικού όντος- ο A. Gramsci, επαναλαμβάνοντας τον Αριστοτέλη, έλεγε ότι «κάθε άνθρωπος είναι διανοούμενος». Μ’ αυτή την ιδιότητά της η ΚτΠ αποτελεί μια παιδευτική κοινότητα,  χώρο ζύμωσης ιδεών, συνάντησης θεωρίας και πράξης. Στο πλαίσιο της συντελείται η διαδικασία συνειδητοποίησης και ανασυγκρότησης του υποκειμένου. Στους κόλπους της και χάρη στη θελησιοκρατική δύναμη των μελών της αναδύεται το «νέο».
Όταν χρειαστεί να πάρει αποφάσεις πάνω σε σοβαρά θέματα που αφορούν την ζωή της αναλαμβάνει την πρωτοβουλία διεξαγωγής δημοψηφισμάτων. Δεν αφήνει το κράτος «εν ου παικτοίς», με ασαφείς δημοψηφισματικές ερωτήσεις  να είναι ο αποκλειστικός φορέας διεξαγωγής δημοψηφισμάτων και όχι μόνο αυτό, αλλά φτάνει στο σημείο να αλλάζει τη δημοψηφισματικά εκφρασμένη βούληση των πολιτών! Η ΚτΠ, σε αντίθεση με την πολιτική κοινωνία (κράτος) συμμετέχει ενεργά στο πολιτικό «είναι» και «γίγνεσθαι», γνωρίζει την οικονομική κατάσταση και την πορεία της χώρας στην οποία ζει. Δεν ξυπνάει ένα πρωί από τον ηδύ ύπνο του εφησυχαστικού ευδαιμονισμού της, για να ακούσει από το στόμα των πολιτικών της το «δυστυχώς επτωχεύσαμε», φράση που μαρτυράει πολιτική ανευθυνότητα, συνέχεια της οποίας είναι η πολιτική ατιμωρησία.
Η ΚτΠ - για να χρησιμοποιήσω δύο γνωστούς στην γλώσσα των κοινωνικών επιστημών ιδεότυπους: «κοινωνία ευθύνης» και «κοινωνία ντροπής»- είναι κοινωνία ευθύνης. Οι όροι αυτοί αποτελούν κριτήριο διαφοροποίησης ή μαρτυρούν τη στάθμη πολιτισμικής ανάπτυξης, στην οποία βρίσκονται οι επιμέρους πολιτισμικές ενότητες. Η κοινωνία της ευθύνης απαντάται σε χώρες εμβάθυνσης της Δημοκρατίας, εκεί όπου έχουν αναπτυχθεί και λειτουργούν δικλείδες ασφαλείας, θεσμικοί μηχανισμοί ελέγχου (νομικοί, ηθικοί, πολιτικοί) της πολιτικής εξουσίας, δηλαδή σε κοινωνίες στις οποίες επικρατεί η «αρχή της ευθύνης» (the principle of responsibility) και της πολιτικής ευθιξίας.
Στον αντίποδα της κοινωνίας της ευθύνης είναι η κοινωνία της ντροπής, γνώρισμα συγκεντρωτικών ή αυταρχικών πολιτικών καθεστώτων και παραδοσιακού τύπου κοινωνιών, όπου η εξουσία δεν ανέχεται ή δεν επιτρέπει την ύπαρξη κανενός αντιπάλου δέους. Γι’ αυτό τα καθεστώτα αυτά κάνουν πάντα αναφορά στο λαό και όχι στους πολίτες. Η κοινωνία της ντροπής είναι μια κοινωνία ανευθυνότητας.
Εκεί που υπάρχει ένα πελατειακά και με νεποτικά κριτήρια δομημένο κράτος η εξουσία εδράζεται σ’ ένα σύστημα προσωπικών, συγγενικών και πελατειακών σχέσεων, που δεν αφήνουν ελεύθερο χώρο πολιτικής ωρίμανσης και θεσμικής οργάνωσης της κοινωνίας. Το πελατειακό κράτος απορροφά κάθε κοινωνική ικμάδα, εθίζει τους ανθρώπους με το «ρουσφέτι» στον μικροατομικισμό και στον μικροωφελιμισμό και στη συναλλαγή, τους στρέφει στης ιδιώτευση, υπονομεύοντας κάθε προσπάθεια συνειδητοποίησης τους. Τελικά, τους συμβιβάζει με το ανέφικτο και τους μαθαίνει την υποταγή, ενώ εγκιβωτίζοντας τους στην απογοήτευση και στην απελπισία, τους καθιστά αυτιστικούς.
Η κοινωνία της ντροπής είναι μια κοινωνία απομονωμένη από τις διεθνείς εξελίξεις. Με κατεβασμένο το κεφάλι και απλωμένο το χέρι ως επαίτης σέρνει νωχελικά τα βήματα της στο πουθενά. Εύπιστη στα λόγια των πολιτικών της ηγετών και διαψευσμένη από αυτά έχει παραιτηθεί από τη θέληση για αγώνα. Στον περίκλειστο ιδιωτικό χώρο του (μικρο)«αστικού υποκειμενισμού» (T. Adorno) της αναζητάει ως χρήστης του διαδικτύου την περιπέτεια της τραγικά μοναξιασμένης και απονοηματοδοτημένης ύπαρξής της, εκποιώντας δημόσια την προσωπική της ζωή (facebook).
Αυτό το μοντέλο ζωής που μας φόρεσαν στερείται συλλογικού υποκειμένου, νοήματος και οράματος. Στερείται διανοουμένων, που σύμφωνα με τον Gramsci είναι: «τα προικισμένα εκείνα άτομα που έχουν την ικανότητα να αναπαριστούν και να αρθρώνουν ένα μήνυμα και ένα όραμα». Και όπως έλεγε ο Marx: «να συμβάλλουν στη διαδικασία χειραφέτησης της κοινωνίας».
Ως κατακλείδα το ερώτημα που προκύπτει είναι «γιατί χρειάζονται σήμερα σε «χρόνους στερημένους» (Hölderlin) οι διανοούμενοι, το «κεφάλι» της κοινωνίας, όπως τους χαρακτήρισε ο Marx»;
Χρειάζονται, γιατί είναι αυτοί που με την θεωρητική τους συγκρότηση και την κριτική τους σκέψη αποκαλύπτουν τα ψεύδη της εξουσίας, την ιδεολογική απεικόνιση της πραγματικότητας. Είναι αυτοί που δημιουργούν τις συνειδησιακές διεργασίες, που εξεικονίζουν μέσα στο ανέφικτο το εφικτό. Με τις ιδέες τους δίνουν νόημα στην κοινωνία και μορφή στο συλλογικό φαντασιακό, φανερώνουν στους ανθρώπους το «Άλλο», το «Αλλού» και το «Αλλιώς». Με τον ριζοσπαστικό τους λόγο συντρίβουν το τραχύ έδαφος της καθηλωτικής αφασίας και απραξίας, η οποία ως στάση ζωής κάνει τους ανθρώπους παθητικούς θεατές της ιστορίας.
Και όπως έλεγε ο Hölderlin:
«Όμως εκεί που είναι ο κίνδυνος,
Εκεί αναφύεται η σωτηρία»

Υ.Γ. Στη μνήμη ενός πραγματικού διανοούμενου του Κ. Καστοριάδη, ταπεινό αντίδωρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου